χαίνει

χαίνει
χάσκω
yawn
pres ind mp 2nd sg
χάσκω
yawn
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμφιχανής — ἀμφιχανής, ές (Α) αυτός που χαίνει ολόγυρα που ανοίγεται πλατύς (λέγεται συνήθως για το πέλαγος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χανὴς < χαίνω] …   Dictionary of Greek

  • καταχάσκω — (AM καταχάσκω) νεοελλ. (για τόπους) αυτός που χαίνει, που χάσκει, που έχει μεγάλο βάθος, βαραθρώδης («καταχάσκουσα χαράδρα») μσν. αρχ. ανοίγω πολύ το στόμα σαν για να καταπιώ κάτι …   Dictionary of Greek

  • χαίνω — χάσκω, σχηματίζω χάσμα, είμαι ανοιχτός: Η πληγή του ακόμη χαίνει. (Εύχρηστο στον ενεστώτα και τον παρατατικό μόνο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χείλος — το ους 1. χείλι: Έχει σαρκώδη χείλη. 2. κάθε άκρο ανοίγματος που χαίνει: Έφτασε στο χείλος του γκρεμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”